„hauptberuflich“: Adjektiv hauptberuflichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) στο κύριο επάγγελμα είμαι δασκάλα exemples ich bin hauptberuflich Lehrerin στο κύριο επάγγελμα είμαι δασκάλα ich bin hauptberuflich Lehrerin