„Haube“: Femininum, weiblich HaubeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σκούφος, σκουφί, καπό σκούφοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Haube σκουφίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Haube Haube καπόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Haube Auto | αυτοκίνητοAUTO Haube Auto | αυτοκίνητοAUTO