„Haftbefehl“: Maskulinum, männlich HaftbefehlMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ένταλμα ένταλμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n (σύλληψης) Haftbefehl Rechtswesen | νομικός όροςJUR Haftbefehl Rechtswesen | νομικός όροςJUR