„Gewohnheitsrecht“: Neutrum, sächlich GewohnheitsrechtNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εθιμικό δίκαιο, έθιμο εθιμικό δίκαιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gewohnheitsrecht Rechtswesen | νομικός όροςJUR έθιμο Gewohnheitsrecht Rechtswesen | νομικός όροςJUR Gewohnheitsrecht Rechtswesen | νομικός όροςJUR