„Geschlechtsverkehr“: Maskulinum, männlich GeschlechtsverkehrMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σεξουαλική επαφή, συνουσία σεξουαλική επαφήFemininum, weiblich | θηλυκό f Geschlechtsverkehr Geschlechtsverkehr συνουσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Geschlechtsverkehr Rechtswesen | νομικός όροςJUR Geschlechtsverkehr Rechtswesen | νομικός όροςJUR