„Gesamtumsatz“: Maskulinum, männlich GesamtumsatzMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) συνολικά έσοδα συνολικά έσοδαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Gesamtumsatz Gesamtumsatz