„gemein“: Adjektiv gemeinAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κοινός, κακός, πρόστυχος, αχρείος κοινός gemein allgemein | γενικάallgemein,auch | και, επίσης a. Biologie | βιολογίαBIOL gemein allgemein | γενικάallgemein,auch | και, επίσης a. Biologie | βιολογίαBIOL κακός, πρόστυχος, αχρείος gemein boshaft gemein boshaft