Gebrauchtwarenhändler
Maskulinum, männlich | αρσενικό m, GebrauchtwarenhändlerinFemininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- έμποροςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f μεταχειρισμένων αντικειμένωνGebrauchtwarenhändlerGebrauchtwarenhändler