„GAU“: Maskulinum, männlich | Abkürzung GAUMaskulinum, männlich | αρσενικό mAbkürzung | βραχυγραφία abk <-(s)> (= größter anzunehmender Unfall) Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) το σοβαρότερο δυνατό ατύχημα σε πυρηνικό σταθμό GAU GAU