„Fußgelenk“: Neutrum, sächlich FußgelenkNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κλείδωση του ποδιού, άρθρωση του ποδιού κλείδωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του ποδιού, άρθρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του ποδιού Fußgelenk Fußgelenk