Fortpflanzung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- αναπαραγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό fFortpflanzung Biologie | βιολογίαBIOLFortpflanzung Biologie | βιολογίαBIOL
- πολλαπλασιασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mFortpflanzung Botanik | βοτανικήBOTFortpflanzung Botanik | βοτανικήBOT