„fleißig“: Adjektiv fleißigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) επιμελής, εργατικός, φιλόπονος επιμελής, εργατικός, φιλόπονος fleißig fleißig