Flaute
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μπουνάτσαFemininum, weiblich | θηλυκό fFlaute Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFκάλμαFemininum, weiblich | θηλυκό fFlaute Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFFlaute Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF
- απραξίαFemininum, weiblich | θηλυκό fFlaute Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHστασιμότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fFlaute Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHFlaute Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH
- νέκραFemininum, weiblich | θηλυκό fFlaute umgangssprachlich | οικείοumgFlaute umgangssprachlich | οικείοumg