Flanke
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- πλευρικό τμήμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFlankeFlanke
- πλευρόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFlanke Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILFlanke Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- λαγόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFlanke TierFlanke Tier
- σέντραFemininum, weiblich | θηλυκό fFlanke Sport | αθλητισμόςSPORTFlanke Sport | αθλητισμόςSPORT
- πλάγιο πήδημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFlanke TurnenFlanke Turnen