„fit“: Adjektiv fitAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σε φόρμα, σε καλή σωματική κατάσταση σε φόρμα, σε καλή σωματική κατάσταση fit nur prädikativ fit nur prädikativ