„Etappensieg“: Maskulinum, männlich EtappensiegMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) νίκη μιας φάσης, μερική νίκη νίκηFemininum, weiblich | θηλυκό f μιας φάσης Etappensieg Sport | αθλητισμόςSPORT Etappensieg Sport | αθλητισμόςSPORT μερική νίκηFemininum, weiblich | θηλυκό f Etappensieg in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Etappensieg in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig