„Esel“: Maskulinum, männlich EselMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) γαϊδούρι, γάιδαρος γαϊδούριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Esel γάιδαροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Esel Esel exemples er ist ein dummer Esel είναι τούβλο er ist ein dummer Esel