Ermittlungsverfahren
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ανακριτική διαδικασίαFemininum, weiblich | θηλυκό fErmittlungsverfahren Rechtswesen | νομικός όροςJURErmittlungsverfahren Rechtswesen | νομικός όροςJUR