„Erkennungsmarke“: Femininum, weiblich ErkennungsmarkeFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αναγνωριστικό ταυτότητας αναγνωριστικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ταυτότητας Erkennungsmarke Erkennungsmarke