„Entführer“: Maskulinum, männlich EntführerMaskulinum, männlich | αρσενικό m, EntführerinFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) απαγωγέας απαγωγέαςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Entführer Entführer