„Einziehung“: Femininum, weiblich EinziehungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) δήμευση, είσπραξη, κατάταξη στο στρατό δήμευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Einziehung είσπραξη Einziehung Einziehung κατάταξηFemininum, weiblich | θηλυκό f στο στρατό Einziehung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Einziehung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL