„Eintopf“: Maskulinum, männlich EintopfMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σούπα, φαγητό της κατσαρόλας σούπαFemininum, weiblich | θηλυκό f Eintopf φαγητόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n της κατσαρόλας Eintopf Eintopf