„einschlägig“: Adjektiv einschlägigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σχετικός σχετικός einschlägig Literatur einschlägig Literatur „einschlägig“: Adverb einschlägigAdverb | επίρρημα adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για το ίδιο αδίκημα exemples er ist einschlägig vorbestraft έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για το ίδιο αδίκημα er ist einschlägig vorbestraft