„Einkommen“: Neutrum, sächlich EinkommenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εισόδημα, έσοδα, πόροι εισόδημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Einkommen έσοδαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Einkommen πόροιMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl Einkommen Einkommen