Einigung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συμφωνίαFemininum, weiblich | θηλυκό fEinigungσυννενόησηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinigungEinigung
- συμβιβασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mEinigung Kompromiss Rechtswesen | νομικός όροςJUREinigung Kompromiss Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- συνδιαλλαγήFemininum, weiblich | θηλυκό fEinigung Rechtswesen | νομικός όροςJUREinigung Rechtswesen | νομικός όροςJUR