„einig“: Adjektiv einigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σύμφωνος, μονοιασμένος, ενωμένος σύμφωνος einig einig μονοιασμένος, ενωμένος einig geeint einig geeint exemples sich einig sein συμφωνώ sich einig sein darüber sind wir uns einig σε αυτό συμφωνούμε darüber sind wir uns einig