„einerlei“: Adjektiv einerleiAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) είναι το ίδιο exemples das ist einerlei είναι το ίδιο das ist einerlei
„Einerlei“: Neutrum, sächlich EinerleiNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μονοτονία, ρουτίνα μονοτονίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Einerlei ρουτίναFemininum, weiblich | θηλυκό f Einerlei Einerlei