„Ehrung“: Femininum, weiblich EhrungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) τιμή, τιμητική διάκριση τιμήFemininum, weiblich | θηλυκό f Ehrung τιμητική διάκρισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ehrung Ehrung