Durchführung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- πραγματοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fDurchführungδιεξαγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό fDurchführungεκτέλεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fDurchführungεφαρμογήFemininum, weiblich | θηλυκό fDurchführungDurchführung