„drollig“: Adjektiv drolligAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κωμικός, αστείος, αλλόκοτος κωμικός, αστείος drollig drollig αλλόκοτος drollig seltsam drollig seltsam