„Dreisprung“: Maskulinum, männlich DreisprungMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άλμα εις τριπλούν άλμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εις τριπλούν Dreisprung Sport | αθλητισμόςSPORT Dreisprung Sport | αθλητισμόςSPORT