„Bundesamt“: Neutrum, sächlich BundesamtNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ομοσπονδιακή ΥπηρεσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Bundesamt Bundesamt