„Brückenjahr“: Neutrum, sächlich BrückenjahrNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) χρόνος διακοπής ή παράτασης των σπουδών για την πραγματοποίηση ταξιδιών ή εθελοντική εργασία Brückenjahr Brückenjahr