Brillenträger
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> BrillenträgerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- διοπτροφόροςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fBrillenträgerBrillenträger
- γυαλάκιαςMaskulinum, männlich | αρσενικό mBrillenträger humorvoll, scherzhaft | χιουμοριστικάhumBrillenträger humorvoll, scherzhaft | χιουμοριστικάhum