„blutsverwandt“: Adjektiv blutsverwandtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) συγγενής εξ αίματος συγγενήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m εξ αίματος blutsverwandt blutsverwandt