„bezwecken“: transitives Verb bezweckentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) επιδιώκω, σκοπεύω, αποβλέπω, αποσκοπώ επιδιώκω, σκοπεύω, αποβλέπω, αποσκοπώ (σε) bezwecken bezwecken