„bezüglich“: Präposition, Verhältniswort bezüglichPräposition, Verhältniswort | πρόθεση präp <+Genitiv | +γενική+gen> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σχετικά με, αναφορικά με, αναφερόμενος σε σχετικά με bezüglich hinsichtlich bezüglich hinsichtlich αναφορικά με, αναφερόμενος σε bezüglich Bezug nehmend auf bezüglich Bezug nehmend auf