Beweismittel
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- αποδεικτικό μέσοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBeweismittel Rechtswesen | νομικός όροςJURBeweismittel Rechtswesen | νομικός όροςJUR