„Bewandtnis“: Femininum, weiblich BewandtnisFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -se> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) η κατάσταση παρουσιάζεται ως εξής exemples damit hat es folgende Bewandtnis η κατάσταση παρουσιάζεται ως εξής damit hat es folgende Bewandtnis