Betrug
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- απάτηFemininum, weiblich | θηλυκό fBetrug Rechtswesen | νομικός όροςJURBetrug Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- εξαπάτησηFemininum, weiblich | θηλυκό fBetrugBetrug
- κοροϊδίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBetrug umgangssprachlich | οικείοumgψευτιάFemininum, weiblich | θηλυκό fBetrug umgangssprachlich | οικείοumgBetrug umgangssprachlich | οικείοumg