„Bestandteil“: Maskulinum, männlich BestandteilMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) συστατικό, συνθετικό, στοιχείο συστατικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bestandteil συνθετικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bestandteil στοιχείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bestandteil Bestandteil