„Befund“: Maskulinum, männlich BefundMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) πόρισμα, διάγνωση πόρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Befund Befund διάγνωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Befund Medizin | ιατρικήMED Befund Medizin | ιατρικήMED exemples ohne Befund αρνητικά αποτελέσματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl ohne Befund