„Befestigung“: Femininum, weiblich BefestigungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) στερέωση, οχύρωμα στερέωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Befestigung Befestigung οχύρωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Befestigung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Befestigung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL