beantragen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- beantragen
- προτείνω, εισηγούμαιbeantragen Rechtswesen | νομικός όροςJURbeantragen Rechtswesen | νομικός όροςJUR