„Bann“: Maskulinum, männlich BannMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αφορισμός, ανάθεμα, γοητεία αφορισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bann Bann ανάθεμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bann Kirchenbann Bann Kirchenbann γοητείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Bann Charme Bann Charme exemples jemanden in den Bann schlagen bezaubern θέλγω, γοητεύω jemanden in den Bann schlagen bezaubern