Auswuchs
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-es; -wüchse>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- όγκοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mAuswuchsAuswuchs
- βλαστάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAuswuchs Biologie | βιολογίαBIOL Botanik | βοτανικήBOTAuswuchs Biologie | βιολογίαBIOL Botanik | βοτανικήBOT
- έκτρωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAuswuchs in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigAuswuchs in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig