„auswärtig“: Adjektiv auswärtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εξωτερικός εξωτερικός auswärtig auswärtig exemples das Auswärtige AmtNeutrum, sächlich | ουδέτερο n το ΥπουργείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Εξωτερικών das Auswärtige AmtNeutrum, sächlich | ουδέτερο n