„Ausverkauf“: Maskulinum, männlich AusverkaufMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εκπτώσεις, ξεπούλημα, εκποίηση εκπτώσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Ausverkauf ξεπούλημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ausverkauf εκποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausverkauf Ausverkauf