„Auslieferung“: Femininum, weiblich AuslieferungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) παράδοση, έκδοση παράδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Auslieferung Auslieferung έκδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Auslieferung Rechtswesen | νομικός όροςJUR Auslieferung Rechtswesen | νομικός όροςJUR