„Ausbreitung“: Femininum, weiblich AusbreitungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εξάπλωση, μετάδοση, διάδοση εξάπλωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausbreitung μετάδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausbreitung διάδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausbreitung Ausbreitung